Στεφανόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Στεφανόπουλος | οι | Στεφανόπουλοι & Στεφανοπουλαίοι1 |
γενική | του | Στεφανόπουλου & Στεφανοπούλου |
των | Στεφανόπουλων2 & Στεφανοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Στεφανόπουλο | τους | Στεφανόπουλους3 & Στεφανοπουλαίους |
κλητική | Στεφανόπουλε | Στεφανόπουλοι & Στεφανοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Στεφανοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Στεφανοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στεφανόπουλος < Στέφαν(ος) + -όπουλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ste.faˈno.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στε‐φα‐νό‐που‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτεφανόπουλος αρσενικό (θηλυκό Στεφανοπούλου)