Στεβενίκο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Στεβενίκο | ||
γενική | του | Στεβενίκου | ||
αιτιατική | το | Στεβενίκο | ||
κλητική | Στεβενίκο | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στεβενίκο < αρβανίτικη [1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ste.veˈni.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στε‐βε‐νί‐κο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτεβενίκο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο) χωριό της Βοιωτίας, πρώην ονομασία της Αγίας Τριάδας[2]
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Αγία Τριάδα, Αρχειακό και οπτικο-ακουστικό υλικό ερευνών, Ακαδημία Αθηνών
- ↑ ΦΕΚ 271 Α, 3 Σεπτεμβρίου 1940