• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Στάγιος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Κύριο όνομα
      • 1.3.1 Μεταγραφές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Στάγιος οι Στάγιοι
      γενική του Στάγιου των Στάγιων
    αιτιατική τον Στάγιο τους Στάγιους
     κλητική Στάγιο Στάγιοι
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη.
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσέλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Στάγιος < → λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsta.ʝos/
τυπογραφικός συλλαβισμός : Στά‐γιος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Στάγιος αρσενικό (θηλυκό Στάγιου)

  • ανδρικό επώνυμο

Μεταγραφές

επεξεργασία
  • λατινικοί χαρακτήρες:  Stagios
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Στάγιος&oldid=5420257"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Ιανουαρίου 2022, στις 03:53

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Ιανουαρίου 2022, στις 03:53.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας