Σπηλιαζέζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σπηλιαζέζα | οι | Σπηλιαζέζες |
γενική | της | Σπηλιαζέζας | — | |
αιτιατική | τη | Σπηλιαζέζα | τις | Σπηλιαζέζες |
κλητική | Σπηλιαζέζα | Σπηλιαζέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σπηλιαζέζα < αρβανίτικη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spi.ʎaˈze.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπη‐λια‐ζέ‐ζα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣπηλιαζέζα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σπηλιαζέζα