Σούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σούλα | οι | Σούλες |
γενική | της | Σούλας | — | |
αιτιατική | τη | Σούλα | τις | Σούλες |
κλητική | Σούλα | Σούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σού‐λα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- Σούλα < γενική ενικού του αρσενικού Σούλας
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σούλα θηλυκό άκλιτο