Σοφούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σοφούλα | οι | Σοφούλες |
γενική | της | Σοφούλας | — | |
αιτιατική | τη | Σοφούλα | τις | Σοφούλες |
κλητική | Σοφούλα | Σοφούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σοφούλα < Σοφ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣοφούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βικτωρία