Σουριναμέζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σουριναμέζα | οι | Σουριναμέζες |
γενική | της | Σουριναμέζας | — | |
αιτιατική | τη | Σουριναμέζα | τις | Σουριναμέζες |
κλητική | Σουριναμέζα | Σουριναμέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σουριναμέζα < Σουριναμέζος + -α (-έζα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
Σουριναμέζα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Σουριναμέζος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σουριναμέζα