Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Σουριναμέζος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
Σουριναμέζ
ος
οι
Σουριναμέζ
οι
γενική
του
Σουριναμέζ
ου
των
Σουριναμέζ
ων
αιτιατική
τον
Σουριναμέζ
ο
τους
Σουριναμέζ
ους
κλητική
Σουριναμέζ
ε
Σουριναμέζ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
Σουριναμέζος
<
Σουρινάμ
+
-έζος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Σουριναμέζος
αρσενικό
(
θηλυκό
Σουριναμέζα
)
(
εθνικό όνομα
) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από το
Σουρινάμ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Σουριναμέζος
γερμανικά
:
Surinamer
(de)