Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Σουνιακός Σουνιακή τὸ Σουνιακόν
      γενική τοῦ Σουνιακοῦ τῆς Σουνιακῆς τοῦ Σουνιακοῦ
      δοτική τῷ Σουνιακ τῇ Σουνιακ τῷ Σουνιακ
    αιτιατική τὸν Σουνιακόν τὴν Σουνιακήν τὸ Σουνιακόν
     κλητική ! Σουνιακέ Σουνιακή Σουνιακόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Σουνιακοί αἱ Σουνιακαί τὰ Σουνιακᾰ́
      γενική τῶν Σουνιακῶν τῶν Σουνιακῶν τῶν Σουνιακῶν
      δοτική τοῖς Σουνιακοῖς ταῖς Σουνιακαῖς τοῖς Σουνιακοῖς
    αιτιατική τοὺς Σουνιακούς τὰς Σουνιακᾱ́ς τὰ Σουνιακᾰ́
     κλητική ! Σουνιακοί Σουνιακαί Σουνιακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Σουνιακώ τὼ Σουνιακᾱ́ τὼ Σουνιακώ
      γεν-δοτ τοῖν Σουνιακοῖν τοῖν Σουνιακαῖν τοῖν Σουνιακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σουνιακός < Σούνι(ον) + -ακός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σουνιακός, -ή, -όν

  Πηγές επεξεργασία