Σκυλίτσης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σκυλίτσης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sciˈli.t͡sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκυ‐λί‐τσης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκυλίτσης αρσενικό (θηλυκό Σκυλίτση)
Συγγενικά
επεξεργασία- Σκυλίτσειο (επωνυμία)