Σκυλίσσης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σκυλίσσης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sciˈli.sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκυ‐λίσ‐σης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκυλίσσης αρσενικό (θηλυκό Σκυλίσση)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ιωάννης Σκυλίσσης στη Βικιπαίδεια (1819-1890), λογοτέχνης