Σκουάση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σκουάση | ||
γενική | της | Σκουάσης | ||
αιτιατική | τη | Σκουάση | ||
κλητική | Σκουάση | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σκουάση < αρβανίτικη Shkuaza
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skuˈa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκου‐ά‐ση
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σκουάση θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο) χωριό της Εύβοιας, πρώην ονομασία του Ακταίου[1]