↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σικιαρίδειο τα Σικιαρίδεια
      γενική του Σικιαρίδειου
Σικιαριδείου
των Σικιαρίδειων
Σικιαριδείων
    αιτιατική το Σικιαρίδειο τα Σικιαρίδεια
     κλητική Σικιαρίδειο Σικιαρίδεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σικιαρίδειο < από το επώνυμο του δωρητή Σικιαρίδ(ης) + -ειο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.caˈɾi.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σι‐κια‐ρί‐δει‐ο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σικιαρίδειο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία