Σεπολιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /se.poˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σε‐πο‐λιώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σεπολιώτης αρσενικό (θηλυκό Σεπολιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος των Σεπολίων
Συγγενικά επεξεργασία
- σεπολιώτης, σεπολιώτισσα
- σεπολιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Σεπόλια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σεπολιώτης
|