Σελέμης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σελέμης < παρωνύμιο (τουρκικής προέλευσης) σελέμης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /seˈle.mis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σε‐λέ‐μης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣελέμης αρσενικό (θηλυκό Σελέμη)
Δείτε επίσης : σελέμης |
Σελέμης αρσενικό (θηλυκό Σελέμη)