Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σεβηρούπολις αἱ Σεβηρουπόλεις
      γενική τῆς Σεβηρουπόλεως τῶν Σεβηρουπόλεων
      δοτική τῇ Σεβηρουπόλει ταῖς Σεβηρουπόλεσι(ν)
    αιτιατική τὴν Σεβηρούπολιν τὰς Σεβηρουπόλεις
     κλητική ! Σεβηρούπολι Σεβηρουπόλεις
Συνήθως στον ενικό
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σεβηρούπολις < Σεβῆρος (Αλέξανδρος Σεβήρος) + πόλις

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σεβηρούπολις θηλυκό