Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Σεβεδίκος
      γενική του Σεβεδίκου
    αιτιατική τον Σεβεδίκο
     κλητική Σεβεδίκο
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σεβεδίκος < σλαβικής προέλευσης [1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /se.veˈði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σε‐βε‐δί‐κος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σεβεδίκος αρσενικό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δωρικό, Δήμος Δωρίδος
  2. ΦΕΚ Α 5, 7 Ιανουαρίου 1959 (λήψη αρχείου PDF)