Σεβεδίκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σεβεδίκος | ||
γενική | του | Σεβεδίκου | ||
αιτιατική | τον | Σεβεδίκο | ||
κλητική | Σεβεδίκο | |||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σεβεδίκος < σλαβικής προέλευσης [1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /se.veˈði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σε‐βε‐δί‐κος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σεβεδίκος αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο) οικισμός της Φωκίδας, πρώην ονομασία του Δωρικού[2]