Δείτε επίσης: σαρακατσάνος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σαρακατσάνος οι Σαρακατσάνοι
Σαρακατσαναίοι
      γενική του Σαρακατσάνου των Σαρακατσάνων
Σαρακατσαναίων
    αιτιατική τον Σαρακατσάνο τους Σαρακατσάνους
Σαρακατσαναίους
     κλητική Σαρακατσάνε Σαρακατσάνοι
Σαρακατσαναίοι
όπως «Σαρακατσάνος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sa.ɾa.kaˈt͡sa.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σα‐ρα‐κα‐τσά‐νος

  Ετυμολογία

επεξεργασία

Σαρακατσάνος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σαρακατσάνος αρσενικό (θηλυκό Σαρακατσάνα)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Σαρακατσάνος < πατριδωνυμικό Σαρακατσάνος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σαρακατσάνος αρσενικό (θηλυκό Σαρακατσάνου)

Μεταγραφές

επεξεργασία