Σαρακατσάνου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σαρακατσάνου < γενική ενικού του αρσενικού Σαρακατσάνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.ɾa.kaˈt͡sa.nu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐ρα‐κα‐τσά‐νου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣαρακατσάνου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΣαρακατσάνου αρσενικό
- γενική ενικού του Σαρακατσάνος