Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σαράντης οι Σαράντηδες
      γενική του Σαράντη των Σαράντηδων
    αιτιατική τον Σαράντη τους Σαράντηδες
     κλητική Σαράντη Σαράντηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σαράντης < σαράντ(α) + -ης (Από τη γιορτή των αγίων Σαράντα Μαρτύρων)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saˈɾan.dis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σα‐ρά‐ντης

  Κύριο όνομα 1 επεξεργασία

Σαράντης αρσενικό

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κύριο όνομα 2 επεξεργασία

Σαράντης αρσενικό (θηλυκό Σαράντη)

Μεταγραφές επεξεργασία