Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σαλαμίνια οι Σαλαμίνιες
      γενική της Σαλαμίνιας των Σαλαμινιών
    αιτιατική τη Σαλαμίνια τις Σαλαμίνιες
     κλητική Σαλαμίνια Σαλαμίνιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σαλαμίνια < Σαλαμίνι(ος) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sa.laˈmi.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σα‐λα‐μί‐νι‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σαλαμίνια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σαλαμίνιος

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Σαλαμίνα