Σέρραι
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σέρραι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Σϊρρα με τροπή [i] > [e], μορφή του Σῖρις < άγνωστης ετυμολογίας [1])
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: Σέρρες
- (από την αιτιατική της καθαρεύουσας «τὰς Σέρρας» ⇒ νέα ελληνικά: τα Σέρρας (ιδιωματικό, ουδέτερο)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣέρραι θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- πόλη της Μακεδονίας, οι Σέρρες (και στην καθαρεύουσα)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)