Σέρρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈse.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σέρ‐ρας
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Σέρρας | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | Σέρρας | ||
κλητική | Σέρρας | |||
Ιδιωματικό, για το θηλυκό «οι Σέρρες». | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Σέρρας < συμπροφορά με τα άρθρο στην αιτιατική στην καθαρεύουσα «τάς Σέρρας» (θηλυκό) και ανασυλλαβισμό χωρίς διπλό σύμφωνο /tas ‿ˈseras > taˈseras > ta‿ˈseras/ με τροπή σε ουδέτερο γένος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣέρρας ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό) οι Σέρρες
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Σέρρας: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΣέρρας θηλυκό