Σῖρις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣῖρις, -ιος/ιδος θηλυκό
- πόλη της Μεγάλης Ελλάδας
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 62.2
- εἰ δὲ ταῦτα μὴ ποιήσῃς, ἡμεῖς μὲν ὡς ἔχομεν ἀναλαβόντες τοὺς οἰκέτας κομιεύμεθα ἐς Σῖριν τὴν ἐν Ἰταλίῃ, ἥ περ ἡμετέρη τέ ἐστι ἐκ παλαιοῦ ἔτι, καὶ τὰ λόγια λέγει ὑπ᾽ ἡμέων αὐτὴν δεῖν κτισθῆναι·
- Αν όμως δεν το κάνεις αυτό, εμείς, έτσι όπως είμαστε, παίρνουμε μαζί μας τους δικούς μας και μετακομίζουμε στη Σίρη, στην Ιταλία, που απ᾽ τον παλιό κιόλας καιρό είναι δική μας και οι χρησμοί λένε ότι πρέπει να χτιστεί εκεί αποικία δική μας·
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- εἰ δὲ ταῦτα μὴ ποιήσῃς, ἡμεῖς μὲν ὡς ἔχομεν ἀναλαβόντες τοὺς οἰκέτας κομιεύμεθα ἐς Σῖριν τὴν ἐν Ἰταλίῃ, ἥ περ ἡμετέρη τέ ἐστι ἐκ παλαιοῦ ἔτι, καὶ τὰ λόγια λέγει ὑπ᾽ ἡμέων αὐτὴν δεῖν κτισθῆναι·
- παράγωγα: Σιρίτης (πατριδωνυμικό) - από τη μορφή Σίρρα > Σιρραῖος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 62.2
- πόλη στη Θράκη (Παιονία), οι σύγχρονες Σέρρες
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 115.3
- τοὺς δὲ καὶ νοσέοντας αὐτῶν κατέλειπε, ἐπιτάσσων τῇσι πόλισι ἵνα ἑκάστοτε γίνοιτο ἐλαύνων, μελεδαίνειν τε καὶ τρέφειν, ἐν Θεσσαλίῃ τέ τινας καὶ ἐν Σίρι τῆς Παιονίης καὶ ἐν Μακεδονίῃ.
- Και κάμποσους ο Ξέρξης τους άφησε πίσω άρρωστους, διατάζοντας τις πόλεις, σ᾽ όποια απ᾽ αυτές στάθμευε κάθε τόσο συνεχίζοντας την πορεία του, να τους περιποιούνται και να τους τρέφουν, άλλους στη Θεσσαλία, άλλους στη Σίρη της Παιονίας κι άλλους στη Μακεδονία.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τοὺς δὲ καὶ νοσέοντας αὐτῶν κατέλειπε, ἐπιτάσσων τῇσι πόλισι ἵνα ἑκάστοτε γίνοιτο ἐλαύνων, μελεδαίνειν τε καὶ τρέφειν, ἐν Θεσσαλίῃ τέ τινας καὶ ἐν Σίρι τῆς Παιονίης καὶ ἐν Μακεδονίῃ.
- άλλες μορφές: Σίρρα
- σύνθετα: Σιροπαίονες
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 115.3
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣῖρις, -ιος/ιδος αρσενικό
- ποταμός της Ιταλίας της Μεγάλης Ελλάδας
- ※ Πλούταρχος, Πύρρος, 16.4@scaife.perseus
- ανδρικό όνομα (και γυναικείο (Χρειάζεται επεξεργασία) )
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «Σέρρες (αρχ. Σίρις, Σίρρα)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- Σῖρις@scaife.perseus
- Σῖρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Σῖρις - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Σῖρις - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven