Δείτε επίσης: σῖρις, Σίρις

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Σῖρις < άγνωστης ετυμολογίας [1] Δε σχετίζεται με το σῖρις (ξυρίς).
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: δείτε τη μορφή Σίρρα

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

→ λείπει η κλίση

Σῖρις, -ιος/ιδος θηλυκό

  1. πόλη της Μεγάλης Ελλάδας
    χρειάζεται παράθεμα (Ηρόδοτος Hdt. 8, 62)
    παράγωγα: Σιρίτης (πατριδωνυμικό) - από τη μορφή Σίρρα > Σιρραῖος
  2. πόλη στη Θράκη (Παιονία), οι σύγχρονες Σέρρες
    άλλες μορφές: Σίρρα
    σύνθετα: Σιροπαίονες

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

→ λείπει η κλίση

Σῖρις, -ιος/ιδος αρσενικό

  1. ποταμός της Ιταλίας της Μεγάλης Ελλάδας
  2. ※  Πλούταρχος, Πύρρος, 16.4@scaife.perseus
    ἐγγὺς εἶναι καὶ πέραν τοῦ Σίριος ποταμοῦ κατεστρατοπέδευσεν
    → δείτε  Sinni (σύγχρονη ονομασία), Σίνις
  3. ανδρικό όνομα (και γυναικείο (Χρειάζεται επεξεργασία) )

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. «Σέρρες (αρχ. Σίρις, Σίρρα)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  ΠηγέςΕπεξεργασία