Σέλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σέλο | ||
γενική | του | Σέλου | ||
αιτιατική | το | Σέλο | ||
κλητική | Σέλο | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σέλο < σλαβικής προέλευσης selo (χωριό)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈse.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σέ‐λο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣέλο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- οικισμός της Ευρυτανίας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021