Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Σέλιτσα
      γενική της Σέλιτσας
    αιτιατική τη Σέλιτσα
     κλητική Σέλιτσα
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σέλιτσα < σλαβικής προέλευσης *selo (χωριό) + -ьce[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈse.li.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σέ‐λι‐τσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σέλιτσα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία