Ρούτσουνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ρούτσουνας | οι | Ρούτσουνες |
γενική | του | Ρούτσουνα | των | Ρουτσούνων |
αιτιατική | τον | Ρούτσουνα | τους | Ρούτσουνες |
κλητική | Ρούτσουνα | Ρούτσουνες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ρούτσουνας < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΡούτσουνας αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ρούτσουνας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 21 (Αθήνα: Πυρσός, 1926), σελ. 278)