Ρουαντέζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ρουαντέζα | οι | Ρουαντέζες |
γενική | της | Ρουαντέζας | — | |
αιτιατική | τη | Ρουαντέζα | τις | Ρουαντέζες |
κλητική | Ρουαντέζα | Ρουαντέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ρουαντέζα < Ρουαντέζος + -α (-έζα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ρουαντέζα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Ρουαντέζος