Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Ρουαντέζος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
Ρουαντέζ
ος
οι
Ρουαντέζ
οι
γενική
του
Ρουαντέζ
ου
των
Ρουαντέζ
ων
αιτιατική
τον
Ρουαντέζ
ο
τους
Ρουαντέζ
ους
κλητική
Ρουαντέζ
ε
Ρουαντέζ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρουαντέζος
<
Ρουάντα
+
-έζος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρουαντέζος
αρσενικό
(
θηλυκό
Ρουαντέζα
)
(
εθνικό όνομα
) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τη
Ρουάντα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ρουαντέζος
γερμανικά
:
Ruander
(de)