Πύρνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πύρνος | οι | Πύρνοι |
γενική | του | Πύρνου | των | Πύρνων |
αιτιατική | τον | Πύρνο | τους | Πύρνους |
κλητική | Πύρνε | Πύρνοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πύρνος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpiɾ.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πύρ‐νος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠύρνος αρσενικό
- οικισμός της Ευρυτανίας