Πύλων
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πύλων | οἱ | Πύλωνες |
γενική | τοῦ | Πύλωνος | τῶν | Πυλώνων |
δοτική | τῷ | Πύλωνῐ | τοῖς | Πύλωσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Πύλωνᾰ | τοὺς | Πύλωνᾰς |
κλητική ὦ! | Πύλων | Πύλωνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πύλωνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πυλώνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πύλων < πυλών < πύλη + -ών • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πύλων, -ωνος αρσενικό
- ανδρικό όνομα, ο Πύλωνας
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 187
- αὐτὰρ ἔπειτα Πύλωνα καὶ Ὄρμενον ἐξενάριξεν.
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 187
Πηγές επεξεργασία
- Πύλων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.