Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πολύειδος οἱ Πολύειδοι
      γενική τοῦ Πολυείδου τῶν Πολυείδων
      δοτική τῷ Πολυείδ τοῖς Πολυείδοις
    αιτιατική τὸν Πολύειδον τοὺς Πολυείδους
     κλητική ! Πολύειδε Πολύειδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πολυείδω
γεν-δοτ τοῖν  Πολυείδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πολύειδος < πολύ- + εἶδ(ος) + -ος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πολύειδος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Polyidus (poet) στην αγγλική Βικιπαίδεια   Πολύειδος από τη Σηλυβρία της Θράκης, συνθέτης διθυράμβων (4ος αιώνας πκε)
    → δείτε παράθεμα στο κάττυμα

  Πηγές επεξεργασία