Πολιτάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Πολιτάκι | τα | Πολιτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | Πολιτάκι | τα | Πολιτάκια |
κλητική | Πολιτάκι | Πολιτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πολιτάκι < υποκοριστικό του Πολίτης (του Κωνσταντινουπολίτη)
Ουσιαστικό επεξεργασία
Πολιτάκι ουδέτερο
- τρυφερός χαρακτηρισμός των παιδιών των Ελλήνων της Πόλης, όταν οι τελευταίοι βρέθηκαν στην Ελλάδα (κατά το Ελληνάκι, Γαλλάκι κ.α.)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πολιτάκι
|