Πευκοχώριον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Πευκοχώριον | τὰ | Πευκοχώρια | ||||
γενική | τοῦ | Πευκοχωρίου | τῶν | Πευκοχωρίων | ||||
δοτική | τῷ | Πευκοχωρίῳ | τοῖς | Πευκοχωρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Πευκοχώριον | τὰ | Πευκοχώρια | ||||
κλητική ὦ! | Πευκοχώριον | Πευκοχώρια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πευκοχώριον < → δείτε τη λέξη Πευκοχώρι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pef.koˈxo.ɾi.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πευ‐κο‐χώ‐ρι‐ον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠευκοχώριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- → δείτε τη λέξη Πευκοχώρι