Πετρωτιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.tɾoˈtço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐τρω‐τιώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠετρωτιώτης αρσενικό (θηλυκό Πετρωτιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Πετρωτά ή Πετρωτό ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Πετρωτιώτης
|