Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Περούτζια οι Περούτζιες
      γενική της Περούτζιας
    αιτιατική την Περούτζια τις Περούτζιες
     κλητική Περούτζια Περούτζιες
Σύνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Περούτζια < ορθογραφικό δάνειο από την ιταλική Perugia, που αρχικά προφέθρηκε Περούτζια, προφορά που επικράτησε αντί της ιταλικής [peˈruːdʒa] όπως στο Περούτζα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /peˈɾu.tz.i.a/ & /peˈɾu.tzi̯a/ (δείτε και Περούτζα)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Περούτζια θηλυκό (στον ενικό)

  Μεταφράσεις επεξεργασία