Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Πεισιστρατίδαι
      γενική τῶν Πεισιστρατιδῶν
      δοτική τοῖς Πεισιστρατίδαις
    αιτιατική τοὺς Πεισιστρατίδᾱς
     κλητική ! Πεισιστρατίδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ Πεισιστρατίδ
γεν-δοτ τοῖν Πεισιστρατίδαιν
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πεισιστρατίδαι < πληθυντικός αριθμός του Πεισιστρατίδης < Πεισίστρατ(ος) + -ίδης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πεισιστρατίδαι αρσενικό

  1. (πατρωνυμικό) ανδρικό όνομα, οι Πεισιστρατίδες, γιοι ή η γενιά του Πεισιστράτου
  2. (ειδικότερα) οι δύο γιοι του τύραννου Πεισίστρατου, Ἱππίας και Ἵππαρχος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Πεισιστρατίδαι αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία