Παρνασός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Παρνασός | οἱ | Παρνασοί |
γενική | τοῦ | Παρνασοῦ | τῶν | Παρνασῶν |
δοτική | τῷ | Παρνασῷ | τοῖς | Παρνασοῖς |
αιτιατική | τὸν | Παρνασόν | τοὺς | Παρνασούς |
κλητική ὦ! | Παρνασέ | Παρνασοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Παρνασώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Παρνασοῖν | ||
Το βουνό, στον ενικό. | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παρνασός < προελληνική < άγνωστης ετυμολογίας. Έχει προταθεί σύνδεση με κατάληξη τοπωνυμίων -sso, -ssa προέλευσης από γλώσσες της Ανατολίας (όπως λουβική) και με τη ρίζα parna- (σπίτι, στη χεττιτικά και λουβικά). Κατ' άλλη άποψη, το αρχικό τοπωνύμιο ήταν *Λαρνασσός με ασιατικό πρόθημα *la-. [1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαρνασός αρσενικό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «Παρνασσός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- Παρνασός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Παρνασσός, Παρνασός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
για το όνομα:
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- M. J. Osborne and S. G. Byrne 1994 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. II: Attica, Oxford: Oxford University Press.
- Παρνασός - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven