Παρασκευόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παρασκευόπουλος | οι | Παρασκευόπουλοι & Παρασκευοπουλαίοι1 |
γενική | του | Παρασκευόπουλου & Παρασκευοπούλου |
των | Παρασκευόπουλων2 & Παρασκευοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Παρασκευόπουλο | τους | Παρασκευόπουλους3 & Παρασκευοπουλαίους |
κλητική | Παρασκευόπουλε | Παρασκευόπουλοι & Παρασκευοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Παρασκευοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Παρασκευοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παρασκευόπουλος < Παρασκευ(άς) + -όπουλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.sceˈvo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐ρα‐σκευ‐ό‐που‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαρασκευόπουλος αρσενικό (θηλυκό Παρασκευοπούλου)