Παναμέζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΠαναμέζος αρσενικό (θηλυκό Παναμέζα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τον Παναμά ή έχει παναμέζικη υπηκοότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Παναμέζος
|
Δείτε επίσης : παναμέζος |
Παναμέζος αρσενικό (θηλυκό Παναμέζα)
|