↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Παλληνεύς οἱ Παλληνεῖς - Παλληνῆς*
      γενική τοῦ Παλληνέως τῶν Παλληνέων
      δοτική τῷ Παλληνεῖ τοῖς Παλληνεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Παλληνέ τοὺς Παλληνέᾱς
     κλητική ! Παλληνεῦ Παλληνεῖς - Παλληνῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Παλλην1 ή Παλληνεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Παλληνέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Παλληνεύς < Παλλήνη + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Παλληνεύς αρσενικό (θηλυκό Παλληνίς)