Παλλάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Παλλάς | αἱ | Παλλάδες |
γενική | τῆς | Παλλάδος | τῶν | Παλλάδων |
δοτική | τῇ | Παλλάδῐ | ταῖς | Παλλάσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | Παλλάδᾰ | τὰς | Παλλάδᾰς |
κλητική ὦ! | Παλλάς | Παλλάδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Παλλάδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Παλλάδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παλλάς < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαλλάς, -άδος θηλυκό στον ενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΠαλλάς θηλυκό
- (ελληνιστική σημασία , στον πληθυντικό) παρθένες ιέρειες
- ※ 1ος πκε/1ος κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 17.37. @scaife.perseus
- Ὅτι αἱ παρθένοι ἱέρειαι παρʼ Ἕλλησι Παλλάδες καλοῦνται.
- ※ 1ος πκε/1ος κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 17.37. @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- Παλλάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Παλλάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.