• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Παλιοκαμάριζα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Κύριο όνομα
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Παλιοκαμάριζα οι Παλιοκαμάριζες
      γενική της Παλιοκαμάριζας των Παλιοκαμάριζων
    αιτιατική την Παλιοκαμάριζα τις Παλιοκαμάριζες
     κλητική Παλιοκαμάριζα Παλιοκαμάριζες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Παλιοκαμάριζα < παλιο- + Καμάριζα

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ʎo.kaˈma.ɾi.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λιο‐κα‐μά‐ρι‐ζα

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Παλιοκαμάριζα θηλυκό

  • οικισμός της Αττικής

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    Παλιοκαμάριζα
  • αγγλικά : Paliokamariza (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Παλιοκαμάριζα&oldid=5549506"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Μαρτίου 2022, στις 10:51

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Μαρτίου 2022, στις 10:51.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie