Παλιοκαμάριζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Παλιοκαμάριζα | οι | Παλιοκαμάριζες |
γενική | της | Παλιοκαμάριζας | των | Παλιοκαμάριζων |
αιτιατική | την | Παλιοκαμάριζα | τις | Παλιοκαμάριζες |
κλητική | Παλιοκαμάριζα | Παλιοκαμάριζες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ʎo.kaˈma.ɾi.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λιο‐κα‐μά‐ρι‐ζα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαλιοκαμάριζα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Παλιοκαμάριζα