Παγές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Παγές | ||
γενική | των | Παγών | ||
αιτιατική | τις | Παγές | ||
κλητική | Παγές | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Παγές < αρχαία ελληνική Παγαί
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈɣes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐γές
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παγές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Παγές στη Βικιπαίδεια