Πέρλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πέρλια | οι | Πέρλιες |
γενική | της | Πέρλιας | των | Περλιών |
αιτιατική | την | Πέρλια | τις | Πέρλιες |
κλητική | Πέρλια | Πέρλιες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πέρλια < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈper.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πέρ‐λια
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠέρλια θηλυκό