Δείτε επίσης: πάτρων, Πατρών, Πατρῶν
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πάτρων οἱ Πάτρωνες
      γενική τοῦ Πάτρωνος τῶν Πατρώνων
      δοτική τῷ Πάτρων τοῖς Πάτρωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Πάτρων τοὺς Πάτρωνᾰς
     κλητική ! Πάτρων Πάτρωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πάτρωνε
γεν-δοτ τοῖν  Πατρώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πάτρων < (άμεσο δάνειο) λατινική Patron → δείτε τη λέξη πάτρων

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πάτρων, -ωνος αρσενικό