γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Οἰταῖος Οἰταί τὸ Οἰταῖον
      γενική τοῦ Οἰταίου τῆς Οἰταίᾱς τοῦ Οἰταίου
      δοτική τῷ Οἰταί τῇ Οἰταί τῷ Οἰταί
    αιτιατική τὸν Οἰταῖον τὴν Οἰταίᾱν τὸ Οἰταῖον
     κλητική ! Οἰταῖε Οἰταί Οἰταῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Οἰταῖοι αἱ Οἰταῖαι τὰ Οἰταῖ
      γενική τῶν Οἰταίων τῶν Οἰταίων τῶν Οἰταίων
      δοτική τοῖς Οἰταίοις ταῖς Οἰταίαις τοῖς Οἰταίοις
    αιτιατική τοὺς Οἰταίους τὰς Οἰταίᾱς τὰ Οἰταῖ
     κλητική ! Οἰταῖοι Οἰταῖαι Οἰταῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Οἰταίω τὼ Οἰταί τὼ Οἰταίω
      γεν-δοτ τοῖν Οἰταίοιν τοῖν Οἰταίαιν τοῖν Οἰταίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Οἰταῖος < Οἴτ(η) + -αῖος

  Επίθετο

επεξεργασία

Οἰταῖος, -α, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία