Ουκρανή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ουκρανή | οι | Ουκρανές |
γενική | της | Ουκρανής | των | Ουκρανών |
αιτιατική | την | Ουκρανή | τις | Ουκρανές |
κλητική | Ουκρανή | Ουκρανές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ουκρανή < Ουκραν(ός) + -ή
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ουκρανή θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Ουκρανός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ουκρανός