Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ξυλοκέριζα οι Ξυλοκέριζες
      γενική της Ξυλοκέριζας των Ξυλοκεριζών
    αιτιατική την Ξυλοκέριζα τις Ξυλοκέριζες
     κλητική Ξυλοκέριζα Ξυλοκέριζες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ξυλοκέριζα < αρβανίτικη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksi.loˈce.ɾi.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ξυ‐λο‐κέ‐ρι‐ζα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ξυλοκέριζα θηλυκό

  1. οικισμός της Κορινθίας
  2. πρώην ονομασία οικισμού της Αττικής[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ 179 Α, 30 Αυγούστου 1927