↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ντάρδιζα οι Ντάρδιζες
      γενική της Ντάρδιζας των Νταρδιζών
    αιτιατική την Ντάρδιζα τις Ντάρδιζες
     κλητική Ντάρδιζα Ντάρδιζες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ντάρδιζα < αρβανίτικη dardhëza (αχλαδιά)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈdaɾ.ði.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ντάρ‐δι‐ζα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ντάρδιζα θηλυκό

  1. ονομασία κορυφών βουνών της Αττικής
  2. πρώην ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία