Ντάρδιζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ντάρδιζα | οι | Ντάρδιζες |
γενική | της | Ντάρδιζας | των | Νταρδιζών |
αιτιατική | την | Ντάρδιζα | τις | Ντάρδιζες |
κλητική | Ντάρδιζα | Ντάρδιζες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ντάρδιζα < αρβανίτικη dardhëza (αχλαδιά)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈdaɾ.ði.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ντάρ‐δι‐ζα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝτάρδιζα θηλυκό
- ονομασία κορυφών βουνών της Αττικής
- πρώην ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Ντάρδιζα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Άτλας της Ελλάδος, Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, 1965, σελ. 6 του pdf
- Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σσ. 289-290